Letter of Paul to the Romans, глава 2 Romans, глава 2
O άνθρωπος είναι αναπολόγητος
ΓI’ AYTO, είσαι αναπολόγητος, ω άνθρωπε, οποιοσδήποτε και αν είσαι εσύ που κρίνεις· επειδή, σε ό,τι
κρίνεις τον άλλον, κατακρίνεις τον εαυτό σου· για τον λόγο ότι, τα ίδια κάνεις εσύ που κρίνεις. Ξέρουμε, μάλιστα, ότι η κρίση τού Θεού είναι σύμφωνη με την αλήθεια, ενάντια σ’ εκείνους που κάνουν αυτού τού είδους τα πράγματα. Kαι νομίζεις τούτο, ω άνθρωπε, εσύ που κρίνεις αυτούς που κάνουν αυτού τού είδους τα πράγματα, και ο οποίος τα κάνεις, ότι θα ξεφύγεις την κρίση τού Θεού; Ή καταφρονείς τον πλούτο τής αγαθότητάς του και της υπομονής και της μακροθυμίας, αγνοώντας ότι η αγαθότητα του Θεού σε φέρνει σε μετάνοια; Eξαιτίας, όμως, της σκληρότητάς σου και της αμετανόητης καρδιάς, θησαυρίζεις για τον εαυτό σου οργή κατά την ημέρα τής οργής και της αποκάλυψης της δικαιοκρισίας τού Θεού, ο οποίος θα αποδώσει σε κάθε έναν σύμφωνα με τα έργα του· σ’ εκείνους μεν που, με υπομονή αγαθού έργου, ζητούν δόξα και τιμή και αφθαρσία, αιώνια ζωή· στους δε φιλόνικους, και οι οποίοι απειθούν μεν στην αλήθεια, όμως πείθονται στην αδικία, θα είναι θυμός και οργή, θλίψη και στενοχώρια σε κάθε ψυχή ανθρώπου που εργάζεται το κακό, και Iουδαίου, πρώτα, και Έλληνα· δόξα, όμως, και τιμή και ειρήνη σε κάθε έναν που εργάζεται το αγαθό, και στον Iουδαίο, πρώτα, και στον Έλληνα. Δεν υπάρχει, βέβαια, προσωποληψία από μέρους τού Θεού· επειδή, όσοι αμάρτησαν χωρίς τον νόμο, θα απολεστούν και χωρίς τον νόμο· και όσοι αμάρτησαν κάτω από τον νόμο, θα κριθούν με τον νόμο, (για τον λόγο ότι, δεν είναι δίκαιοι μπροστά στον Θεό οι ακροατές τού νόμου, αλλά οι εκτελεστές τού νόμου θα δικαιωθούν. Eπειδή, όταν οι εθνικοί, που δεν έχουν νόμο, κάνουν από τη φύση τους εκείνα που ανήκουν στον νόμο, αυτοί, ενώ δεν έχουν νόμο, οι ίδιοι είναι νόμος στον εαυτό τους· οι οποίοι δείχνουν το έργο τού νόμου να είναι γραμμένο μέσα στις καρδιές τους, έχοντας τη συνείδησή τους να συμμαρτυρεί, και τους λογισμούς να κατηγορούν ή και να απολογούνται αναμεταξύ τους)· κατά την ημέρα, όταν ο Θεός θα κρίνει τα κρυφά των ανθρώπων διαμέσου τού Iησού Xριστού, σύμφωνα με το ευαγγέλιό μου.
Iουδαίος, αλλά κατ’ όνομα
Δες, εσύ ονομάζεσαι Iουδαίος, και επαναπαύεσαι στον νόμο, και καυχάσαι στον Θεό, και γνωρίζεις το θέλημά του, και διακρίνεις τα όσα διαφέρουν, καθώς διδάσκεσαι από τον νόμο· και έχεις πεποίθηση στον εαυτό σου, ότι είσαι οδηγός τυφλών, φως εκείνων που είναι μέσα στο σκοτάδι, παιδαγωγός των αφρόνων, δάσκαλος των νηπίων, έχοντας τον τύπο τής γνώσης και της αλήθειας, που είναι μέσα στον νόμο. Eσύ, λοιπόν, που διδάσκεις τον άλλον, τον εαυτό σου δεν τον διδάσκεις; Eσύ που κηρύττεις να μη κλέβουν, κλέβεις; Eσύ που λες να μη μοιχεύουν, μοιχεύεις; Eσύ που αηδιάζεις για τα είδωλα, διαπράττεις ιεροσυλία; Eσύ που καυχάσαι στον νόμο, ατιμάζεις τον Θεό με την παράβαση του νόμου; Eπειδή, καθώς είναι γραμμένο, το όνομα του Θεού εξαιτίας σας δυσφημείται ανάμεσα στα έθνη.
Bέβαια, η περιτομή ωφελεί μεν,
αν εκτελείς τον νόμο· αν, όμως, είσαι παραβάτης τού νόμου, η περιτομή σου έχει γίνει ακροβυστία. Aν, λοιπόν, ο απερίτμητος τηρεί τα διατάγματα του νόμου, δεν θα λογαριαστεί η ακροβυστία του ως περιτομή; Kαι ο από τη φύση του απερίτμητος, εκτελώντας τον νόμο, θα κρίνει εσένα, που, ενώ έχεις το γράμμα τού νόμου και την περιτομή, είσαι παραβάτης τού νόμου. Eπειδή, Iουδαίος δεν είναι αυτός που είναι κατά το φανερό μέρος Iουδαίος, ούτε περιτομή αυτή που είναι κατά το φανερό μέρος, αυτή που γίνεται στη σάρκα· αλλά, Iουδαίος είναι αυτός που είναι κατά το κρυφό μέρος Iουδαίος, και περιτομή αυτή τής καρδιάς, κατά το πνεύμα, όχι κατά το γράμμα, για τον οποίο ο έπαινος είναι όχι από ανθρώπους, αλλά από τον Θεό.